Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Η ανάπτυξη της Βιοηθικής



Το 1970 επινοήθηκε από τον αμερικανό ογκολόγο Van Potter ο όρος βιοηθική
(bioethics, 1970) με στόχο τη δημιουργία ενός τομέα που θα συνδύαζε τις βιολογικές
γνώσεις με τις ανθρωπιστικές επιστήμες  (Αλαχιώτης 2004: 68),  δηλ τον καθορισμό
μιας κοινής βάσης προβληματισμού ως προς τα διλήμματα που γεννιούνται από την
εξουσία του ανθρώπου να τροποποιήσει τα έμβια όντα. Ο Potter προτείνει μια ευρεία
διεπιστημονική προσέγγιση της βιοηθικής, ως μιας ηθικής της ζωής και του έμβιου
όντος που καλύπτει ακόμη και την οικολογία,  τη φτώχεια,  τα ζητήματα του
υπερπληθυσμού και την επιβίωση του ανθρώπινου είδους και ολόκληρου του
πλανήτη (Potter 1970 : 127-153, 1972:200-205). Ουσιαστικά επιχειρεί το διάλογο της
ιατρικής ηθικής με τη φιλοσοφική ηθική και θέτει το ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης
των ερευνητών,  επιθυμώντας μια συστημική-κυβερνητική προσέγγιση.  Καλεί τον
επιστημονικό κόσμο να δημιουργήσει την επιστήμη της επιβίωσης που θα αναπτυχθεί
από την ένωση της βιολογικής  (βιο)  και της ηθικής γνώσης (ethics)  των
ανθρωπιστικών επιστημών.  Πολλοί συγγραφείς στις Η.Π.Α υιοθέτησαν άμεσα τον
όρο. Ο A. Hellegers, ολλανδός γυναικολόγος ο οποίος ίδρυσε το Kennedy Institute of 
Ethics (1971)  και συνεργάστηκε άμεσα με τον καθολικό θεολόγο R. McCormick, 
αποδέχτηκε τον όρο βιοηθική, περιορίζοντας ωστόσο την ευρεία έννοια του ορισμού
του Potter  στα θέματα του βιοϊατρικού πεδίου (Reich 1994: 319-335)  και
χαρακτηρίζοντάς την εφαρμοσμένη ηθική.  Επίσης,  ο καθολικός φιλόσοφος D. 
Callahan και ο ψυχίατρος W. Gaylin που σύστησαν το Hastings Center Studies (1969) 
έκαναν χρήσει του όρου βιοηθική, κατανοώντας την ως κλάδο της ηθικής φιλοσοφίας
και συνεισέφεραν στην ενσωμάτωσή του στο ταξινομητικό σύστημα της βιβλιοθήκης
του Κογκρέσου (1974).  
Έτσι σ’ αυτό το στάδιο εξέλιξης, οι Beauchamp και Childress προτείνουν μια
«α-θεωρητική»(Lajeunesse & Sosoe 1996: 105) βιοηθική με το βιβλίο τους Principles 
of biomedicals ethics που αποτέλεσε κλασσική αναφορά. Εισήγαγαν την έννοια των
principles  (αλλά και rules) και ανέπτυξαν το ρεύμα του principlism που στηρίζεται
στις αρχές της αυτονομίας,  αγαθοεργίας και διανεμητικής δικαιοσύνης.  Στο βιβλίο
τους οριοθετούν το αντικείμενό της στην εξέταση περιπτώσεων κατά την κλινική
πρακτική, στην παροχή φροντίδας υγείας, στην έρευνα και στη δημόσια πολιτική(«it 
is essential to examine a wide variety of cases involving medical practice, health care 
delivery, research and public policy») (Beauchamp  και Childress 1979: ix-x).  Η
βιοηθική καλύπτει λοιπόν τρεις βασικούς τομείς του πεδίου της υγείας  :την κλινική, 
την έρευνα και τις πολιτικές υγείας.  Ορισμένοι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι
ορισμένες αρχές της παραδοσιακής ιατρικής ηθικής και της ιατρικής δεοντολογίας, 
όπως η αυτονομία,  η αγαθοεργία,  η εχεμύθεια,  η πληροφόρηση,  η συναίνεση,  η
δικαιοσύνη και άλλες,  μερικές γνωστές ήδη από τον Όρκο του Ιπποκράτη, 
εξακολουθούν να παραμένουν σταθερές και εγγράφονται στη βιοηθική, (Beauchamp 
1999: 18-23, Roy 1979: 85 και 95). Άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι η βιοηθική, παρά
την νέα ορολογία, είναι ο  «νέος» αναστοχασμός που διαρκεί πάνω από χίλια χρόνια
και είναι  «αμάγαλμα»  του παλιού και του καινούργιου.  Άποψη που τεκμηριώνεται
και από τον Paul Ricoeur,  ο οποίος υποστηρίζει ότι αυτός ο τομέας διαρθρώνεται
γύρω από το δίπολο παράδοση-ανανέωση που βρίσκει έρεισμα στην ηθική. (Ricoeur 
1996: 20 υποσ. 8, 10) 
Εκτός από τον παραπάνω ορισμό διατυπώθηκαν και άλλοι ορισμοί. Έτσι η
βιοηθική ορίζεται ως  «η επιστήμη που ασχολείται με την αξιολόγηση της
συμπεριφοράς και των πράξεων του ανθρώπου προς την κατεύθυνση να μην
εμποδίζονται οι ευεργετικές εφαρμογές της νέας γνώσης και να περιορίζονται οι
κίνδυνοι από τις βλαβερές συνέπειές της» (Αλαχιώτης 2004: 68).  Υπό αυτήν την
έννοια οι όροι βιοηθική και ηθική τείνουν να θεωρούνται σχεδόν συνώνυμοι.  
Όμως το λανθάνον ερώτημα  αν η βιοηθική είναι εφαρμοσμένη ηθική ή νέα
ηθική,  επιστημονική πειθαρχία ή διεπιστημονική προσέγγιση,  επιστήμη ή
(ανα)στοχασμός ή ακόμη και δημοκρατικός πολιτικός τόπος ή διαδικασία κοινωνικής
ρύθμισης,  δεν έχει πλήρως απαντηθεί,  κατά τη γνώμη μας,  μέχρι σήμερα,  όπως
φαίνεται και από την αντιπαράθεση των διαφόρων ορισμών. Ο Hottois υποστηρίζει
ότι η βιοηθική δεν είναι μια νέα επιστήμη ή μια νέα ηθική, αλλά ότι η αναγκαιότητα
της βιοηθικής προκύπτει από το πάντρεμα και την αντιπαράθεση των βιοϊατρικών
τεχνοεπιστημών με τις επιστήμες του ανθρώπου,  όπως είναι η ψυχολογία,  η
κοινωνιολογία, η πολιτική επιστήμη, η ηθική, το δίκαιο και η θεολογία. Ένα νήμα, ως
προς το εύρος έκτασης του πεδίου,  τον συνδέει με τον Potter,  αφού εντάσσει στη
βιοηθική και το περιβάλλον. Την ορίζει, ως σύνολο ερευνών, λόγων και πρακτικών, 
γενικά διεπιστημονικών που έχει ως αντικείμενο να αποσαφηνίσει,  ή και να λύσει
ζητήματα που έχουν ηθική σπουδαιότητα και προκύπτουν από την πρόοδο και την
εφαρμογή των βιοϊατρικών τεχνοεπιστημών.  Οι έρευνες αφορούν ιστορικές, 
κοινωνιολογικές έρευνες,  οι λόγοι συζητήσεις και δημοσιεύσεις με στόχο τη
διαμόρφωση «μιας βιοηθικής γνώσης» και τέλος οι πρακτικές τις δραστηριότητες των
ατόμων, των διαφόρων δημόσιων επιτροπών, των υπηρεσιών υγείας και των κέντρων
έρευνας ( Hottois 2001: 124, 1993: 49-54, 1990: 182-183).  Ο Hottois  ανήκει στο
ρεύμα του πραγματισμού που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και δίνει έμφαση στην
πρακτική ρύθμιση.  Ο ίδιος χαρακτηρίζει την προβληματική του ως μεθοδολογικό
υλισμό. Κάνει κριτική σε κάθε οντολογία, μεταφυσική και τελολογία, υποστηρίζοντας
τη φρόνιμη και πρόσκαιρη πρακτική επίλυση των βιοηθικών ζητημάτων.  Θεωρεί
τελικά ότι δεν υπάρχουν λέξεις και σύμβολα που έχουν ακόμη επαρκή βαρύτητα για
να αποτελέσουν αντίβαρα και να εμποδίσουν την εξέλιξη της τεχνοεπιστήμης. Επίσης
υπογραμμίζει ότι καμία θεμελίωση μεταφυσική, ανθρωπιστική, φυσική, επιστημονική
δεν είναι αρκετή για να απαντήσει στο ερώτημα τι οφείλουμε να κάνουμε σε σχέση
με τον άνθρωπο.  Τόσο η θρησκεία όσο και η μεταφυσική είναι κατ’ αυτόν
φονταμενταλισμοί με τους οποίους η σύγχρονη επιστήμη βρίσκεται σε σύγκρουση
και επιδιώκει την κρίση των ερεισμάτων της βιοηθικής που αποκαλύπτει την άβυσσο
της ελευθερίας (Hottois 1988: 101-109). Καταλήγει δε στην πρόταση μιας  «ανοικτής
κοινωνίας» επικοινωνίας. 
Ωστόσο,  τα κείμενα της βιοηθικής δεν έχουν ενιαία καταγωγή,  εφόσον
ανατρέχουν ή και θεμελιώνονται πολύ συχνά στη θεωρητική σκέψη αντιτιθέμενων
πολλές φορές ρευμάτων που διακρίνονται grosso modo  σε τελολογικά και
δεοντολογικά ή ακόμη σε ωφελιμιστικά και σε δεοντολογικά.  Στο εσωτερικό τους
ασφαλώς υπεισέρχονται πολλές σχολές και θεωρίες.  Πιο συγκεκριμένα θέσεις
φιλοσόφων,  όπως του Ρουσσώ,  του Καντ,  αλλά και του Χάϊντεγκερ,  του Νίτσε, 
καθώς και θεωρίες συγχρόνων φιλοσόφων,  όπως των Ricoeur, Apel, Habermas, 
Rawls, Popper  κ.α..  επηρέασαν αναμφισβήτητα την ανάπτυξη της βιοηθικής, 
προσδίδοντάς της πλουραλιστικό χαρακτήρα και καθορίζοντας διαφορετικές
παραδόσεις και μοντέλα:  Βορειοαμερικανικά-Ευρωπαϊκά,  Αγγλοσαξωνικά-
Ηπειρωτικά Ευρωπαϊκά, Αγγλόφωνα-Φραγκόφωνα. Για παράδειγμα το ερώτημα που
τίθεται συχνά στη Γαλλία στο χώρο της βιοηθικής είναι «  τι ανθρωπότητα
θέλουμε..;», ενώ στις ΗΠΑ  «αυτή ή εκείνη η τεχνολογική ή επιστημονική ανάπτυξη
σέβεται τα δικαιώματα του ατόμου;» (Doucet 1998: 43)
Η βιοηθική καταλαμβάνει πλέον ένα ευρύ πεδίο που έχει ως αντικείμενο να
κατευθύνει ή να απαντήσει σε ερωτήσεις ηθικού ενδιαφέροντος οι οποίες ανακύπτουν
από την πρόοδο και την εφαρμογή της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής. 
Συγκροτείται στη βάση κατευθυντήριων αρχών και κανόνων μη δεσμευτικών. 
Αναπτύσσεται ως ένας αναστοχασμός με συγκεκριμένο προσανατολισμό.  Δεν την
ενδιαφέρει άμεσα η έρευνα του καλού και του κακού, όπως συμβαίνει με την ηθική
(morale) αλλά την αφορά τόσο η αφηρημένη κριτική θεώρηση για το μέλλον της
ανθρωπότητας σε σχέση με τις εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, όσο και η
ανάπτυξη δημόσιου διεπιστημονικού διαλόγου για τα συγκεκριμένα θέματα.  Στο
βαθμό που την ενδιαφέρει η ανάπτυξη κριτικής στάσης του πολίτη απέναντι στα
άλματα της τεχνο-επιστήμης, η βιοηθική μπορεί να συγκροτείται σε άμεση σχέση με
τη φιλοσοφία των δικαιωμάτων του ανθρώπου,  εξ ου και περιέχει τα στοιχεία της
οικουμενικότητας και της ατομικότητας (βλ. Δραγώνα-Μονάχου 2002: 1-26)  
Οι αρχές της βιοηθικής που στηρίζεται στα δικαιώματα του ανθρώπου,  στο
σύνολο οικουμενικών δικαιωμάτων που κάθε άτομο μπορεί να επικαλεστεί εκ του
γεγονότος ότι ανήκει στο ανθρώπινο γένος, θεμελιώνονται στις αρχές της ανθρώπινης
αξίας/αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του ατόμου.  Η ανθρώπινη αξία/αξιοπρέπεια
του ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδη αξία λόγω ακριβώς της φύσης του. Βασικός της
στόχος είναι να εγγυηθεί το προβάδισμα του προσώπου. Με βάση αυτή την αρχή ο
άνθρωπος δεν νοείται ως αντικαταστατό μέγεθος.  Η σύγχρονη αντίληψη των
δικαιωμάτων του ανθρώπου αφορά, όχι μόνο στην προστασία της ελευθερίας δια του
νόμου,  αλλά εν ανάγκη και αντίθετα στο νόμο,  αφού κατά την Delmas-Marty,  τα
δικαιώματα του ανθρώπου επανεισάγουν  “το ερώτημα του δικαίου στο επίκεντρο του
θετικισμού” στοχεύοντας όχι το περιεχόμενο του κανόνα δικαίου, αλλά  «le droit du 
droit» (Delmas-Marty 1988: 315, Ewald 1986: 39-42). Μέχρι ποίου σημείου όμως ο
άνθρωπος είναι ελεύθερος;  Είναι ελεύθερος μέχρι του σημείου να μην προξενήσει
βλάβη στον άλλο.  Το όριό του είναι ο άλλος.  Από την Αρχή της ανθρώπινης
αξίας/αξιοπρέπειας, επίσης, απορρέουν το δικαίωμα στη ζωή, η μη εμπορευσιμότητα
του ανθρωπίνου σώματος και των προϊόντων του. κ.α., καθώς η ρητή εφαρμογή της
στη χρήση και στις συνέπειες των βιοϊατρικών δραστηριοτήτων. 

Πηγή περιοδικό "Επιστήμη και Κοινωνία", τεύχος 20, Φθινόπωρο  
2008, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 171-197]. Μαρία Μητροσύλη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου