Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Η ανάδυση του βιοδικαίου

Η πρώτη περίοδος της αυτορρύθμισης των εφαρμογών της βιοτεχνολογίας και
της βιοϊατρικής με εύκαμπτους δεοντολογικούς κανόνες ή της συμφωνίας με
συμβατικές πρακτικές,  καθώς και η εποχή αναμονής του νομοθέτη,  εν όψει των
εξελίξεων έχει περάσει οριστικά. Τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν κατά καιρούς
απαιτούν μια συνολική και ανοικτή αντιμετώπιση. Τα υπεράριθμα έμβρυα,  η

κυοφορούσα γυναίκα,  το γεννητικό υλικό νεκρού δότη για αναπαραγωγή μπορεί να
εγείρουν ηθικά ερωτήματα το 1980 και να διευθετούνται με ηθικές επιταγές από τις
Επιτροπές Βιοηθικής και Δεοντολογίας. Όμως από το 1985 και ύστερα απαιτούν την
16παρέμβαση του νομοθέτη. Έτσι εμφανίζονται μια σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις
στο εσωτερικό πολλών εθνικών κρατών, καθώς και σε διεθνές επίπεδο που ορίζουν τα
όρια του επιτρεπτού και ρυθμίζουν τις νέες οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις με
βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου. Το χέρι του νομοθέτη δεν θα πρέπει να τρέμει όταν
νομοθετεί,  γράφει ο J. Carbonnier,  έπ’  ευκαιρία της συζήτησης για την καινοφανή
πρόβλεψη διάταξης αναθεώρησης ανά πενταετία του πρώτου γαλλικού νόμου
βιοηθικής,  εν όψει των ερευνητικών εξελίξεων.  Στην Ελλάδα,  στη συνέχεια του
νόμου 3089/2002  που επιλύει ζητήματα οικογενειακού δικαίου σε σχέση με την
τεκνοποίηση με μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ο νόμος 3305/2005, από
τους πλέον φιλελεύθερους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ρύθμισε θέματα που αφορούν στην
εφαρμογή της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής,  προβλέποντας μάλιστα τη
θεσμοθέτηση ανεξάρτητης αρχής στο πλαίσιο του διοικητικού ελέγχου,  κατά το
πρότυπο της Human Fertility Authority της Μ. Βρετανίας. 
Μετά την κλωνοποίηση της Dolly,  το 1996,  με μεταφορά από κύτταρο
ενήλικο σε ωάριο (Wilmut et al. 1997: 810-813)  και τα προβλήματα υγείας που
αντιμετώπισε στη συνέχεια, την ανακοίνωση, μολονότι ανεπιβεβαίωτη, της γέννησης
δύο παιδιών κλώνων, ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων της σέκτας Rael και την
πρόταση,  το 2001,  των Zavos et Antinori  να κλωνοποιήσουν ανθρώπους για
αναπαραγωγή, παρατηρείται μια γενική κινητοποίηση για παραγωγή κανόνων δικαίου
τόσο από τα διεθνή όργανα όσο και τις εσωτερικές έννομες τάξεις, ως αντίσταση στο
φόβο για το μέλλον της ανθρωπότητας και της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και
ως αντίβαρο στην προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της ανθρωπότητας
γενικότερα. Έτσι ψηφίζονται διεθνή κείμενα με ηθικο-νομικές επιταγές: η Σύμβαση
για τη Βιοϊατρική και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης
(Oviedo, 1997), συμπεριλαμβανομένων και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων της  (για
την απαγόρευση της κλωνοποίησης 1998, για τις μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων
2002, για τη βιοϊατρική έρευνα 2005), καθώς και οι Παγκόσμιες Διακηρύξεις για την
κλωνοποίηση του ΟΗΕ (2005) και της Ουνέσκο για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα και τα
Δικαιώματα του Ανθρώπου (1997)  και για τα Γενετικά Δεδομένα (2003). 
Παράλληλα ψηφίζονται νόμοι με απαγορευτικές διατάξεις στις περισσότερες χώρες
ως προς την ανθρώπινη αναπαραγωγή με κλωνοποίηση ή τη δημιουργία χιμαιρών και
υβριδίων, που σε ορισμένες περιπτώσεις χωρών φτάνει στο σημείο να περιλαμβάνει
και τις έρευνες κλωνοποίησης με θεραπευτικό σκοπό (Tardu 2002: 154).  
Η δεκαετία του 90 είναι ένας κρίσιμος χρόνος, με αφετηριακό σημείο κυρίως
το ζήτημα του επιτρεπτού η όχι της κλωνοποίησης, από όπου γίνεται το πέρασμα από
τη βιοηθική στο βιοδίκαιο, καθώς και από διατάξεις ελαστικού δικαίου  (soft law) σε
διατάξεις αυστηρού δικαίου  (hard law) τόσο στην εθνική όσο και στη διεθνή έννομη
τάξη.  Ο προσανατολισμός της διεθνούς πολιτικής αποβλέπει σήμερα στη θέσπιση
απαγορευτικών κανόνων δικαίου σε διεθνές επίπεδο που θα εφαρμόζονται από τις
διεθνείς ποινικές δικαστικές αρχές ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με το ίδιο
σκεπτικό που απαγορεύεται η ευγονική ή η γενοκτονία.  Η απαγόρευση αυτή θα
πρέπει να είναι κατηγορηματική τουλάχιστον ως προς τη  «σκόπιμη και ομαδική
κλωνοποίηση σύμφωνα με προσχεδιασμένο και συνδυασμένο σχέδιο» (Μανιτάκης
2003: 78). Κατά συνέπεια, διαμορφώνεται σταδιακά ένα νέο δίκαιο με τη θετικοποίηση
των κανόνων της βιοηθικής σε κανόνες δικαίου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε
ότι οι νόμοι για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στη Γαλλία ονομάζονται νόμοι
βιοηθικής. Μπορεί τα όρια μεταξύ ηθικής και δικαίου στο πεδίο της βιοτεχνολογίας
να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτα,  όμως η βιοηθική σήμερα θεωρείται η
σημαντικότερη πηγή του δικαίου, από την οποία το βιοδίκαιο αντλεί ηθικοπολιτικές
αρχές και αξίες για τη θεμελίωση και την εφαρμογή του.  Συμπληρωματικό ρόλο
παίζει και η δεοντολογία που διέπει με συγκεκριμένους κανόνες την πρακτική των
επαγγελματιών,  η νομολογία των δικαστηρίων,  καθώς και οι γνωμοδοτήσεις,  οι
συστάσεις και αποφάσεις των Επιτροπών και Ανεξάρτητων Αρχών Βιοηθικής και
Δεοντολογίας.  
Με τον όρο βιοδίκαιο ή βιοϊατρικό δίκαιο (biodroit/biolaw  ή droit 
biomedical), υποδηλώνεται η δικαιοπολιτική θεώρηση, καθώς και η νομοθετική και
νομολογιακή δραστηριότητα σχετικά με ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο της
βιοηθικής.  Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί επίσης οι όροι βιονομοθεσία και
βιονομία. Ο μεν πρώτος αναφέρεται αποκλειστικά στους ειδικούς νόμους για την
ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή,  περιλαμβάνοντας stricto sensu  το θετικό
δίκαιο σχετικά με τα ζητήματα τεχνητής γονιμοποίησης. Ο δε δεύτερος φαίνεται να
ορίζεται ως ένας νέος αυτόνομος κλάδος δικαίου που έχει επίκεντρο  «το Πρόσωπο». 
Η έννοια του  «Προσώπου»  κατά αυτήν τη συγκεκριμένη άποψη υπερβαίνει την
αντίληψη του σύγχρονου θετικού δικαίου για το υποκείμενο δικαίου καθώς και το
περιεχόμενο των κατευθυντήριων αρχών στα διεθνή κείμενα και στις συνταγματικές
τάξεις εθνικών κρατών σχετικά με την αξία του ανθρώπου,  την αξιοπρέπεια του
προσώπου και την προστασία της προσωπικότητας.  Αντίθετα θεμελιώνεται στη
θεολογική άποψη της ορθόδοξης πατερικής διδασκαλίας.  Κατά την άποψη αυτή
οποιαδήποτε σχεδόν παρέμβαση υποβοηθούμενης αναπαραγωγής καθώς και
αναπαραγωγικής και θεραπευτικής κλωνοποίησης είναι καταδικαστέα,  εκτός της
ομόλογης γονιμοποίησης με γεννητικό υλικό των συζύγων (Καράσης 2003: 122-127).  
Ένας πλήρης ορισμός του βιοδικαίου είναι εξαιρετικά δυσχερής, ιδιαίτερα αν
λάβουμε υπόψη μας τη δυσκολία ορισμού του δικαίου,  κάτω από την επίδραση
διαφορετικών θεωριών ή και αντιθέτων απόψεων σχολών για το δίκαιο. Η δυσχέρεια
των ορισμών είναι ασφαλώς ένα ευρύτερο ζήτημα που απασχολεί τους επιστήμονες, 
στο βαθμό που  «η εύρεση ορίων του αντικειμένου» προκύπτει από την αναφορά στο
αμέσως γενικότερο γένος, όπου εντάσσεται και στο στοιχείο που τα διαφοροποιεί από
τα άλλα αντικείμενα που συναποτελούν το γένος  (Σούρλας 1992: 27  έπομ.).  Οι
περισσότεροι ορισμοί για το δίκαιο,  εφόσον αφαιρεθούν τα ειδικότερα
χαρακτηριστικά τους στοιχεία, συμπίπτουν στο ότι το δίκαιο είναι σύνολο κανόνων
που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμβίωση  (Παπαντωνίου 1983:17),  εφόσον ήδη από
τον Αριστοτέλη γίνεται αποδεκτό, ότι η κοινωνική συμβίωση σε μεγάλο βαθμό δεν
είναι ανεξέλεγκτη, αλλά υπόκειται σε ρύθμιση (Σούρλας 1992: 20). 
Ένας πλήρης ορισμός του δικαίου όμως δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη του
τόσο τη σχέση του δικαίου με την πολιτική όσο και τη σχέση του δικαίου με την
ηθική.  Υπό αυτή την οπτική,  δίκαιο είναι σύνολο κανόνων στηριζόμενων σε
ηθικοπολιτικές αρχές δικαιοσύνης,  οι οποίοι θεσπίζονται ώστε να ρυθμίζουν κατά
τρόπο εξαναγκαστό τις σχέσεις των ανθρώπων που συμβιούν σε μια κοινωνία
οργανωμένη σε κράτος (Σούρλας 1992: 66 ).  
Αν επιχειρήσουμε έναν ατελή ορισμό του βιοδικαίου που να περιλαμβάνει
μόνο μερικά ειδικά χαρακτηριστικά,  το βιοδίκαιο θα μπορούσε να οριστεί ως το
σύνολο κανόνων δικαίου που έχουν αντικείμενο τη ρύθμιση κοινωνικών σχέσεων που
παράγονται από τα αποτελέσματα και τις εφαρμογές της βιοϊατρικής,  βιογενετικής
και της βιοτεχνολογίας στον άνθρωπο και κατ’  επέκταση σε κάθε έμβιο ον  (ζώα ή
φυτά). Τα προστατευόμενα έννομα αγαθά κατά το βιοδίκαιο είναι η ζωή, αλλά κατά
τη γνώμη μας και η υγεία,  καθώς το δικαίωμα στην υγεία ταυτίζεται σε πολλές
περιπτώσεις και δύσκολα διακρίνεται από το έννομο αγαθό της ζωής.  Όμως το
βιοδίκαιο αποβλέπει όχι μόνο στη ρύθμιση, αλλά και στην ανάπτυξη νομικής σκέψης
για τον άνθρωπο και τα έμβια όντα σε σχέση με τη βιοϊατρική,  βιογενετική και τη
βιοτεχνολογία.  Τα θέματα που καλείται να ρυθμίσει δεν εντάσσονται από άποψη
19συστηματικής κατάταξης αποκλειστικά σε ένα μόνο κλάδο του δικαίου,  ενώ
ταυτόχρονα η θεωρητική τους ανάπτυξη απαιτεί ενιαία διερεύνηση και αντιμετώπιση. 
Φαίνεται να εξελίσσεται σε σύνθετο διακλαδικό δίκαιο,  όπως συμβαίνει και
με άλλους σύγχρονους κλάδους του δικαίου, το δίκαιο της πληροφορικής ή το δίκαιο
του περιβάλλοντος,  ενώ τα όριά του δεν είναι διακριτά από το ιατρικό δίκαιο ή το
δίκαιο της υγείας,  καθώς και από την ιατρική δεοντολογία,  τουλάχιστον ως προς
ορισμένες θεματικές οι οποίες αποτελούν κοινούς τόπους,  όπως είναι η συναίνεση
στην ιατρική πράξη. 
Το βιοδίκαιο διαμορφώνεται κάτω από τις επιδράσεις των δύο μεγάλων
παραδόσεων του δικαίου, του αγγλοσαξωνικού και του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού, που
συγκλίνουν εν πολλοίς στα σχετικά ζητήματα, στο βαθμό που και τα δύο προέρχονται
τρόπον τινά από τη θετικοποίηση των κανόνων της βιοηθικής και από τη διάπλαση
κανόνων μέσα από τη νομολογία των δικαστηρίων και τις αποφάσεις των Εθνικών
Επιτροπών και Αρχών Βιοηθικής και Δεοντολογίας. (Lavialle 1994:17-19, MeuldersKlein 1994: 30, 43 επομ., Touraine-Moulin 2001: 116-117) 
Το βιοδίκαιο στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει μια σειρά από περίπλοκα
και ιδιόμορφα σύγχρονα προβλήματα, όπως το νομικό καθεστώς της ζωής, ιδίως του
εμβρύου, τα κριτήρια του τέλους της ζωής, την ευθανασία, τις γενετικές εξετάσεις και
γονιδιακές θεραπείες,  την κλωνοποίηση,  τα μεταλλαγμένα τρόφιμα κλπ.,  ανέτρεξε
στις θεμελιώδεις κατευθυντήριες αρχές,  του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας/ 
αξιοπρέπειας και της αυτονομίας του προσώπου,  από τις οποίες πηγάζουν
δευτερογενώς ορισμένα δικαιώματα του ανθρώπου.  Περαιτέρω για την οριοθέτηση
του πλαισίου ανάπτυξης της βιοϊατρικής και της βιοτεχνολογίας στηρίχτηκε σε
παρεπόμενες αρχές όπως είναι: α) το απαραβίαστο του ανθρωπίνου σώματος και της
ακεραιότητάς του,  β)  η προηγούμενη συναίνεση του προσώπου σε κάθε ιατρική, 
θεραπευτική και ερευνητική επέμβαση,  γ)  η μη εμπορευσιμότητα του ανθρωπίνου
σώματος, η ανωνυμία του δότη και η «ακεραιότητα» του ανθρωπίνου είδους. 
Ανεξάρτητα από τις αντικρουόμενες θέσεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με
το βιοδίκαιο, είτε είναι ένα εργαλείο που μπορεί να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί
τις κοινωνικές συνέπειες των βιοτεχνολογικών επιτευγμάτων,  είτε υποστηρίζει την
αυτονομία του δικαίου σε σχέση με την τεχνολογική τάξη,  το βιοδίκαιο μπορεί, 
ενσωματώνοντας τα επιστημονικά επιτεύγματα της βιοϊατρικής τεχνολογίας, να θέσει
ταυτόχρονα εμπόδια διατηρώντας τις θεμελιώδεις ηθικές αρχές και κατευθυντήριες
αρχές δικαίου.  Επίσης μπορεί να συμβάλει στην διαμόρφωση νέων κανόνων και
δικαιωμάτων ικανών να εξασφαλίσουν την πρωτοκαθεδρία του ανθρώπου, 
ακρογωνιαίο λίθο του νομικού μας πολιτισμού απέναντι σε κάθε μειωτική άποψη που
οδηγεί στην απώλεια της.  
Με αυτή τη σύντομη ανάπτυξη επιχειρήσαμε να δείξουμε ότι τα επαναστατικά
επιτεύγματα της βιοϊατρικής και της βιοτεχνολογίας είχαν επιπτώσεις στις κοινωνικές
σχέσεις των ανθρώπων.  Έγειραν ηθικά και νομικά ερωτήματα,  θέτοντας υπό
αμφισβήτηση καθιερωμένους κοινωνικούς θεσμούς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. 
Όμως,  τα προβλήματα που αφορούν τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου και της
κοινωνικής ομάδας δεν είναι πρωτόγνωρα στις κοινωνίες.  Οι επιστήμες του
ανθρώπου έχουν πολυάριθμα παραδείγματα να προσκομίσουν σχετικά με την
επινόηση θεσμών και τη λήψη κοινωνικών και νομικών μέτρων που έλαβαν οι
κοινωνίες για να βελτιώσουν την ανθρώπινη κατάσταση.  Αυτό ίσως που είναι
καινούργιο είναι η καλλιέργεια ενός κοινωνικού φαντασιακού για την έξοδο του
ατόμου και την απελευθέρωσή του από τη  «φύση»  του.  Κατεξοχήν παράδειγμα
αποτελούν οι αντικρουόμενες απόψεις κατά τη συζήτηση για το ζήτημα της
αναπαραγωγικής κλωνοποίησης.  Ο επαναπροσδιορισμός τελικά της σχέσης
πραγματικότητας, κοινωνικού και βιοτεχνολογικών εφαρμογών χωρίς προκαταλήψεις
και δογματισμούς θα επιτρέψει την περαιτέρω ανάπτυξη του διαλόγου για την
εξεύρεση λύσεων κατά τη διαμόρφωση δημόσιας πολιτικής και την επιλογή
νομοθετικών ρυθμίσεων,  εφόσον δεχτούμε εκ προοιμίου ότι το επιτρεπτό ή η
απαγόρευση αφορούν περισσότερο την πλευρά της κοινωνικής παρά βιολογικής
τάξης.  Στη λήψη αποφάσεων,  πρωτεύοντα και καθοριστικό ρόλο έχει σημασία να
διαδραματίσουν οι ίδιοι οι πολίτες, οι οποίοι μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες θα  
μπορούν να επιλέγουν και να αποφασίζουν ενσυνείδητα για θεμελιώδη κοινωνικά
θέματα που τους αφορούν.  Οι Εθνικές Επιτροπές Βιοηθικής και οι Ανεξάρτητες
Αρχές στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες  έχουν αναμφισβήτητα σημαντικό έργο
να επιδείξουν. Δρουν παράλληλα με την κοινωνία των πολιτών, αλλά δεν μπορούν να
υποκαταστήσουν αυτή καθεαυτή τη συμμετοχή των  πολιτών.  
Με την ανάπτυξη της βιοηθικής    συγκροτήθηκε    σταδιακά ένα πλαίσιο
αναφοράς ηθικών αρχών ως απάντηση στα νέα    αναφυόμενα διλλήματα που
προέκυψαν από την εξέλιξη των εφαρμογών της βιοϊατρικής και της βιοτεχνολογίας
και δόθηκε η δυνατότητα ενός ανοικτού συναινετικού λόγου. Όμως, την τελευταία
εικοσαετία ένας νέος όρος αναδύεται,  το βιοδίκαιο,  ο οποίος περιλαμβάνει ένα
σύνολο κανόνων δικαίου    με τη θετικοποίηση των κανόνων της βιοηθικής
υποδηλώνοντας τη δικαιοπολιτική θεώρηση,  καθώς και τη νομοθετική και
νομολογιακή δραστηριότητα σχετικά με ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο της
βιοηθικής.   Αφετηρία του αποτελούν οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις για το   
επιτρεπτό η όχι της κλωνοποίησης. Από το σημείο αυτό πραγματοποιείται οριστικά
μια μετάβαση από τη βιοηθική στο βιοδίκαιο,  καθώς και από διατάξεις ελαστικού
δικαίου  σε διατάξεις αυστηρού δικαίου σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.  


Πηγή : περιοδικό "Επιστήμη και Κοινωνία", τεύχος 20, Φθινόπωρο  
2008, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 171-197]  Μαρία Μητροσύλη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου